βλοσυρόμματος

βλοσυρόμματος
βλοσῠρόμμᾰτος, ον,
A grim-eyed, prob. in Cerc.Oxy.1082Fr.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βλοσυρόμματος — βλοσυρόμματος, ον (AM) αυτός που έχει βλοσυρό βλέμμα …   Dictionary of Greek

  • βλοσυροβλέφαρος — βλοσυροβλέφαρος, ον (Μ) ο βλοσυρόμματος …   Dictionary of Greek

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”